- εὐθύμησα
- εὐθύ̱μησα , εὐθυμέωto be of good cheeraor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυμώ — ευθύμησα 1. είμαι εύθυμος, γίνομαι χαρούμενος, βρίσκομαι σε εύθυμη κατάσταση: Πρέπει να ευθυμήσεις λίγο. 2. διασκεδάζω πίνοντας: Χθες ήπιαμε και ευθυμήσαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυμώ — ευθυμώ, ευθύμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής